λαμποκοπώ — άω 1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω 2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek
αναίθω — ἀναίθω (Α) 1. ανάβω, αναφλέγω 2. λάμπω, φέγγω, λαμποκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + αἴθω] … Dictionary of Greek
γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… … Dictionary of Greek
εναποστίλβω — ἐναποστίλβω (Α) λάμπω από κάτι, λαμποκοπώ, στίλβω … Dictionary of Greek
επιαυγάζομαι — ἐπιαυγάζομαι (Μ) επαυγάζω, λαμποκοπώ … Dictionary of Greek
επιστίλβω — ἐπιστίλβω (AM) [στίλβω] λάμπω, λαμποκοπώ … Dictionary of Greek
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
λαμποκοπή — η [λαμποκοπώ] το λαμποκόπημα … Dictionary of Greek
λαμποκόπημα — το [λαμποκοπώ] μεγάλη λάμψη, ακτινοβολία … Dictionary of Greek